ιεροεξεταστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιεροεξεταστικός < Ιερά Εξέταση
Επίθετο[επεξεργασία]
ιεροεξεταστικός
- που έχει τις ιδιότητες της Ιεράς Εξέτασης, επικριτικός με υπερβολική αυστηρότητα, και ακαμψία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιεροεξεταστικός
|