ιντερνετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ιντερνετικός, -ή, -ό
- (πληροφορική, προφορικό) που σχετίζεται με το ίντερνετ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ίντερνετ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιντερνετικός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ιντερνετικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)