ιππόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιππόδρομος < αρχαία ελληνική ἱππόδρομος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιππόδρομος αρσενικό
- σύνολο εγκαταστάσεων που προορίζονται για τη διεξαγωγή ιπποδρομιών
- άλλες μορφές: ιπποδρόμιο
- (συνεκδοχικά) οι ιπποδρομίες και τα στοιχήματα των θεατών
- το πάθος του είναι ο ιππόδρομος· έχει χάσει εκεί όλη την περιουσία του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιππόδρομος