ισοθερμιδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοθερμιδικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ισοθερμιδικός, -ή, -ό
- που προσφέρει τις ίδιες θερμίδες με κάτι άλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοθερμιδικός
|