ιχθυογενετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιχθυογενετικός < ιχθυο- + γενετικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
ιχθυογενετικός
- σχετικός με την ιχθυογένεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιχθυογενετικός
|