κάσσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάσσα οι κάσσες
      γενική της κάσσας των κασσών
    αιτιατική την κάσσα τις κάσσες
     κλητική κάσσα κάσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάσσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassa < λατινική capsa < capio < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂p- (πιάνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάσσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάσσ αἱ κάσσαι
      γενική τῆς κάσσης τῶν κασσῶν
      δοτική τῇ κάσσ ταῖς κάσσαις
    αιτιατική τὴν κάσσᾰν τὰς κάσσᾱς
     κλητική ! κάσσ κάσσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάσσ
γεν-δοτ τοῖν  κάσσαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάσσα < κασαλβάς / κασσαβά / κασάλβη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάσσα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]