καθαριστήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καθαριστήριον τὰ καθαριστήρι
      γενική τοῦ καθαριστηρίου τῶν καθαριστηρίων
      δοτική τῷ καθαριστηρί τοῖς καθαριστηρίοις
    αιτιατική τὸ καθαριστήριον τὰ καθαριστήρι
     κλητική ! καθαριστήριον καθαριστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καθαριστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  καθαριστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθαριστήριον < καθαρίζω, καθαρισ- + -τήριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καθαριστήριο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καθαριστήριον, -'ου ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]