καθοδηγητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθοδηγητικός < καθοδηγητής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
καθοδηγητικός, -ή, -ό
- που συντελεί στην καθοδήγηση
καθοδηγητικός, -ή, -ό