καθομολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθομολογία οι καθομολογίες
      γενική της καθομολογίας των καθομολογιών
    αιτιατική την καθομολογία τις καθομολογίες
     κλητική καθομολογία καθομολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθομολογία < ελληνιστική κοινή καθομολογία < καθομολογέω. Μορφολογικά αναλύεται σε (κατά) καθ- + αρχαία ελληνική ὁμολογία. → δείτε και τη λέξη καθομολόγηση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.θo.mo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θο‐μο‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καθομολογία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]