κακοτοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κακοτοπίᾱ | αἱ | κακοτοπίαι |
γενική | τῆς | κακοτοπίᾱς | τῶν | κακοτοπιῶν |
δοτική | τῇ | κακοτοπίᾳ | ταῖς | κακοτοπίαις |
αιτιατική | τὴν | κακοτοπίᾱν | τὰς | κακοτοπίᾱς |
κλητική ὦ! | κακοτοπίᾱ | κακοτοπίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κακοτοπίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κακοτοπίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοτοπία < αρχαία ελληνική κακός + τόπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοτοπία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)