καμαρίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καναρίνι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμαρίνι τα καμαρίνια
      γενική του καμαρινιού των καμαρινιών
    αιτιατική το καμαρίνι τα καμαρίνια
     κλητική καμαρίνι καμαρίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμαρίνι < (άμεσο δάνειο) βενετική camarin + < ιταλική camera < λατινική camera < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kam- (καμπή)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.maˈɾi.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμαρίνι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]