κανναβάτσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανναβάτσο τα κανναβάτσα
      γενική του κανναβάτσου των κανναβάτσων
    αιτιατική το κανναβάτσο τα κανναβάτσα
     κλητική κανναβάτσο κανναβάτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανναβάτσο < μεσαιωνική ελληνική καναβάτσον < ιταλική canavaccio < λατινική cannabis / canapa < αρχαία ελληνική κάνναβις (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανναβάτσο ουδέτερο

  1. χοντρό ύφασμα, φτιαγμένο από ίνες κάνναβης (καθώς και λιναριού, βαμβακιού κ.ά.), με το οποίο παρασκευάζονται σακιά, πανιά κ.ά.
  2. το δάπεδο ενός ρινγκ πυγμαχίας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]