κανναβέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κανναβέλαιο | τα | κανναβέλαια |
γενική | του | κανναβέλαιου & κανναβελαίου |
των | κανναβέλαιων & κανναβελαίων |
αιτιατική | το | κανναβέλαιο | τα | κανναβέλαια |
κλητική | κανναβέλαιο | κανναβέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανναβέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανναβέλαιο
|