καπηλεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καπηλειά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπηλεία οι καπηλείες
      γενική της καπηλείας των καπηλειών
    αιτιατική την καπηλεία τις καπηλείες
     κλητική καπηλεία καπηλείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπηλεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καπηλεία (μικρεμπόριο, λειτουργία ταβέρνας) κατά τη σημασία του καπηλεύομαι [1] < καπηλεύω < κάπηλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπηλεία θηλυκό

  1. η ενέργεια του καπηλεύομαι, η ιδιοτελής χρησιμοποίηση ιδεών, ατόμων για επίτευξη οφέλους
     συνώνυμα: καπήλευση
  2. αισχροκέρδεια σε εμπορική συναλλαγή [2]

Σύνθετα[επεξεργασία]

από επίθετα σε -ος + -ία

επίσης, συναντάμε γραφή με -εία

→ δείτε και τη λέξη λατρεία για σύνθετα με -λατρία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. καπηλεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. εθνοκαπηλεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. «εθνοκαπηλία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καπηλεί αἱ καπηλεῖαι
      γενική τῆς καπηλείᾱς τῶν καπηλειῶν
      δοτική τῇ καπηλεί ταῖς καπηλείαις
    αιτιατική τὴν καπηλείᾱν τὰς καπηλείᾱς
     κλητική ! καπηλεί καπηλεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καπηλεί
γεν-δοτ τοῖν  καπηλείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπηλεία ήδη στον Πλάτωνα, τον 5ο αιώνα < καπηλ(εύω) (εμπορεύομαι) + -εία < κάπηλος [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπηλεία θηλυκό

  1. μικρεμπόριο
    χρειάζεται παράθεμα Πλάτων, Νόμοι (Pl. Lg. 849d, 918d)
  2. λειτουργία ταβέρνας, διατήρηση πανδοχείου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]