καραμελωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καραμελωμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
καραμελωμένος, -η, -ο
- που έχει καραμελωθεί
- επιβιώνει κυρίως πουλώντας καραμελωμένα μήλα στα πανηγύρια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καραμελωμένος