καρατσεκαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρατσεκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καρατσεκάρω < καρα- + τσεκάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
καρατσεκαρισμένος, -η, -ο
- (νεολογισμός, προφορικό) επιτατικό του διασταυρωμένος: που είναι από πολλές πλευρές και με πολλούς τρόπους τσεκαρισμένος· που έχει ελεγχθεί με προσοχή (επισταμένα) ως προς την αλήθεια ή την ισχύ του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρατσεκαρισμένος
|