καρεκλοκένταυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρεκλοκένταυρος οι καρεκλοκένταυροι
      γενική του καρεκλοκένταυρου των καρεκλοκένταυρων
    αιτιατική τον καρεκλοκένταυρο τους καρεκλοκένταυρους
     κλητική καρεκλοκένταυρε καρεκλοκένταυροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρεκλοκένταυρος < καρέκλα + -ο- + κένταυρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρεκλοκένταυρος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]