καριέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καριέρα οι καριέρες
      γενική της καριέρας
    αιτιατική την καριέρα τις καριέρες
     κλητική καριέρα καριέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καριέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carriera[1] < υστερολατινική carraria < λατινική carrus < γαλατική *karros < πρωτοκελτική *karros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱr̥sós < *ḱers- (τρέχω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaɾˈʝe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ριέ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καριέρα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]