καροτέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καροτέλαιο | τα | καροτέλαια |
γενική | του | καροτέλαιου & καροτελαίου |
των | καροτέλαιων & καροτελαίων |
αιτιατική | το | καροτέλαιο | τα | καροτέλαια |
κλητική | καροτέλαιο | καροτέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καροτέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καροτέλαιο
|