καρχηδονιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρχηδονιακός < Καρχηδόνιος + -ακός < αρχαία ελληνική Καρχηδόνιος < Καρχηδών
Επίθετο[επεξεργασία]
καρχηδονιακός
- που έχει σχέση ή ανήκει στην Καρχηδόνα ή στους Καρχηδονίους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρχηδονιακός