κατάκρυος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κατάκρυος, -η, -ο
- ιδιαίτερα κρύος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάκρυος
|
κατάκρυος, -η, -ο
|