καταβαλλόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
καταβαλλόμενος < μτχ ενεστώτα του ρήματος καταβάλλομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
καταβαλλόμενος , η , ο
- αυτός που οφείλεται και καταβάλλεται τακτικά (μισθός, εισφορά)
- ο καταβαλλόμενος μισθός
- το καταβαλλόμενο τέλος εισαγωγής (φόρος κ.λπ.)
- αυτός που δείχνει ότι μια ενέργεια αντιμετωπίζει πολλές δυσχέρειες και προσκόμματα, δεν είναι εύκολη στην ολοκλήρωσή της
- Οι καταβαλλόμενες προσπάθειες για τη διάσωση των ναυαγών, δεν απέδωσαν μέχρι στιγμής καρπούς, πιθανόν και εξαιτίας της συνεχιζόμενης κακοκαιρίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταβαλλόμενος
|