καταδιωγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταδιωγμός < καταδιώκω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική persécution)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταδιωγμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του καταδιώκω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταδιωγμός