καταδυναστευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταδυναστευτικός < καταδυναστεύ(ω) + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
καταδυναστευτικός, -ή, -ό
- που καταδυναστεύει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δυνάστης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταδυναστευτικός
|