καταμαυρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταμαυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταμαυρίζω / κατα- + μαυρισμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
καταμαυρισμένος, -η, -ο
- που έχει μαυρίσει πλήρως, εντελώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταμαυρισμένος
|