κατασήμανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατασήμανση | οι | κατασημάνσεις |
γενική | της | κατασήμανσης* | των | κατασημάνσεων |
αιτιατική | την | κατασήμανση | τις | κατασημάνσεις |
κλητική | κατασήμανση | κατασημάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασημάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασήμανση < κατασημαίνω + -ση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική designation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατασήμανση θηλυκό
- (γλωσσολογία) η παράσταση μιας έννοιας με έναν όρο (που αποτελείται από μία ή περισσότερες λέξεις) ή με ένα σύμβολο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασήμανση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)