καταστατικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καταστατικό τα καταστατικά
      γενική του καταστατικού των καταστατικών
    αιτιατική το καταστατικό τα καταστατικά
     κλητική καταστατικό καταστατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταστατικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταστατικό ουδέτερο

  1. έγγραφο που περιέχει τους στόχους καθώς και τους βασικούς όρους και κανόνες λειτουργίας ενός νομικού προσώπου
  2. ο εσωτερικός κανονισμός ενός οργανισμού που καθορίζει το σκοπό και τη λειτουργία του
  3. Ο γραπτός κανονισμός που καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της παροικίας
  4. (νομικός όρος, οικονομία) ιδρυτικό έγγραφο οικονομικής μονάδας όπου καθορίζεται ο σκοπός της και ο τρόπος με τον οποίο οι μέτοχοι ελέγχουν το Διοικητικό Συμβούλιο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

καταστατικό