κατασχετήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατασχετήριο | τα | κατασχετήρια |
γενική | του | κατασχετήριου & κατασχετηρίου |
των | κατασχετήριων & κατασχετηρίων |
αιτιατική | το | κατασχετήριο | τα | κατασχετήρια |
κλητική | κατασχετήριο | κατασχετήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασχετήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κατασχετήριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατασχετήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος) έγγραφο με νομική ισχύ με το οποίο διενεργείται κατάσχεση
- (νομικός όρος) ένταλμα σύλληψης για άτομο που διαφεύγει τη σύλληψη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κατάσχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασχετήριο
|