κατεχολαμινεργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατεχολαμινεργικός < αγγλική catecholaminergic < catecholamine + -ergic, Μορφολογικά αναλύεται σε κατεχολαμίν(η) + -εργικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κατεχολαμινεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της κατεχολαμίνης
- ※ Αυξημένη κατεχολαμινεργική δραστηριότητα στο υποδόριο λίπος και η συνεπακόλουθη τροποποίηση της περιεκτικότητας του σε κύτταρα φυσικής ανοσίας, όπως τα ηωσινόφιλα και τα πρόσφατα ταυτοποιημένα κύτταρα φυσικής ανοσίας (innate lymphoid cells-ILCs), υπέδειξαν συγκεκριμένους μηχανισμούς που συνδέονται με την ενεργοποίηση του μπεζ λιπώδους ιστικού αποθέματος (Μαρία Μωυσίδου, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2018 Ο ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος στη διατροφικής αιτιολογία λιπώδη διήθηση του ύπατος, [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατεχολαμινεργικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εργικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)