κατσαμπρόκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατσαμπρόκος < ιταλική caccia & brocca (κυριολεκτικά: πρόκα που χώνεται με σπρώξιμο, δηλαδή ένα είδος σουβλιού)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατσαμπρόκος αρσενικό
- (εργαλείο) σουβλί τσαγκάρη
- ※ Το ίδιο ενδιαφέρουσα είναι και η ορολογία: Πετσί, καπροπέτσι, χοιρόπετσο, βιδέλο, βακέτα, μουζάκι, αιγόπετσο, προβιά, προβίδι, φόρθια, φτερνίτες, σουβλιά και σουβλόριζες, σουβλόξυλα και σουβλομάνικα, τανάλιες, κατσαμπρόκοι, καμάρα του πόδα, μήλα, γαμπάτσα …
- Νίκος Ψιλάκης, «Σ' ένα κρητικό στιβανάδικο», στο κανάλι Κρήτη πόλεις και χωριά στο RSSing.com (11 Δεκεμβρίου 2017)· πρόσβαση: 2024-09-07.
- ※ Το ίδιο ενδιαφέρουσα είναι και η ορολογία: Πετσί, καπροπέτσι, χοιρόπετσο, βιδέλο, βακέτα, μουζάκι, αιγόπετσο, προβιά, προβίδι, φόρθια, φτερνίτες, σουβλιά και σουβλόριζες, σουβλόξυλα και σουβλομάνικα, τανάλιες, κατσαμπρόκοι, καμάρα του πόδα, μήλα, γαμπάτσα …
- (μεταφορικά) μικρόσωμος άνθρωπος
- ※ Στα παιδικά μου χρόνια, εδώ στα Κύθηρα, κατσαμπρόκο έλεγαν το μικροσκοπικό, ζωηρό, ατίθασο παιδί και γενικά το μικροσκοπικό άνθρωπο. Ο κατσαμπρόκος ήταν ένα μικροσκοπικό στρογγυλό ξύλινο εργαλείο του παραδοσιακού τζαγκάρη της γειτονιάς, το οποίο είχε ένα σιδερένιο σουβλί, με το οποίο άνοιγαν τρύπες στις σόλες των χειροποίητων παπουτσιών, μέσα στις οποίες κάρφωναν ξύλινες πρόκες.
- Ελένη Χάρου, «Ο κατσαμπρόκος», eleniharou.gr (15 Ιανουαρίου 2020)· πρόσβαση: 2024-09-07.
- ※ Στα παιδικά μου χρόνια, εδώ στα Κύθηρα, κατσαμπρόκο έλεγαν το μικροσκοπικό, ζωηρό, ατίθασο παιδί και γενικά το μικροσκοπικό άνθρωπο. Ο κατσαμπρόκος ήταν ένα μικροσκοπικό στρογγυλό ξύλινο εργαλείο του παραδοσιακού τζαγκάρη της γειτονιάς, το οποίο είχε ένα σιδερένιο σουβλί, με το οποίο άνοιγαν τρύπες στις σόλες των χειροποίητων παπουτσιών, μέσα στις οποίες κάρφωναν ξύλινες πρόκες.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Κατσαμπρόκος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 1322.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καμαρότος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)