κατσαμπρόκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατσαμπρόκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατσαμπρόκος οι κατσαμπρόκοι
      γενική του κατσαμπρόκου των κατσαμπρόκων
    αιτιατική τον κατσαμπρόκο τους κατσαμπρόκους
     κλητική κατσαμπρόκο
& κατσαμπρόκε
κατσαμπρόκοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατσαμπρόκος < ιταλική caccia & brocca (κυριολεκτικά: πρόκα που χώνεται με σπρώξιμο, δηλαδή ένα είδος σουβλιού)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατσαμπρόκος αρσενικό

  1. (εργαλείο) σουβλί τσαγκάρη
    ※  Το ίδιο ενδιαφέρουσα είναι και η ορολογία: Πετσί, καπροπέτσι, χοιρόπετσο, βιδέλο, βακέτα, μουζάκι, αιγόπετσο, προβιά, προβίδι, φόρθια, φτερνίτες, σουβλιά και σουβλόριζες, σουβλόξυλα και σουβλομάνικα, τανάλιες, κατσαμπρόκοι, καμάρα του πόδα, μήλα, γαμπάτσα
    Νίκος Ψιλάκης, «Σ' ένα κρητικό στιβανάδικο», στο κανάλι Κρήτη πόλεις και χωριά στο RSSing.com (11 Δεκεμβρίου 2017)· πρόσβαση: 2024-09-07.
  2. (μεταφορικά) μικρόσωμος άνθρωπος
    ※  Στα παιδικά μου χρόνια, εδώ στα Κύθηρα, κατσαμπρόκο έλεγαν το μικροσκοπικό, ζωηρό, ατίθασο παιδί και γενικά το μικροσκοπικό άνθρωπο. Ο κατσαμπρόκος ήταν ένα μικροσκοπικό στρογγυλό ξύλινο εργαλείο του παραδοσιακού τζαγκάρη της γειτονιάς, το οποίο είχε ένα σιδερένιο σουβλί, με το οποίο άνοιγαν τρύπες στις σόλες των χειροποίητων παπουτσιών, μέσα στις οποίες κάρφωναν ξύλινες πρόκες.
    Ελένη Χάρου, «Ο κατσαμπρόκος», eleniharou.gr (15 Ιανουαρίου 2020)· πρόσβαση: 2024-09-07.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 1322.