κατσαμπρόκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατσαμπρόκος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατσαμπρόκος αρσενικό

  1. σουβλί τσαγκάρη
  2. (μειωτικό) χαρακτηρισμός κοντού

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]