κείρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κείρω < αρχαία ελληνική κείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kér-ye- < *(s)ker- (κόβω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κείρω, παθητικό κείρομαι, παθητική μετοχή κεκαρμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- άκαρι
- ακαριαίος
- απόκαρσις
- κατακερματίζω
- κατακερματισμένος
- κεκαρμένος
- κέρμα
- κερματίζω
- κερματισμένος
- κορμός
- κουρά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρεύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)qer- (κόβω)
Ρήμα[επεξεργασία]
κείρω, μέλλοντας κερῶ, αόριστος ἔκειρα, παρακείμενος κέκαρκα, παθητικό κείρομαι
- κόβω τα μαλλιά κοντά ή τα ξυρίζω
- κόβω δέντρα ή καρπούς
- καταστρέφω, κατασπαράζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κουρά
- κέρμα
- κορμός
- ἀκαρής
- ἀμφικείρω
- ἀποκείρω
- διακείρω
- ἐγκείρω
- ἐπικείρω
- κατακείρω
- περικείρω
- ὑποκείρω
- κώρυκος
Πηγές[επεξεργασία]
- κείρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κείρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)