κεκαρμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκαρμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεκαρμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκαρμένος
- (καθαρεύουσα, λόγιο) κουρεμένος
- ↪ Ήδη την περίοδο του Μεταξά, οι μαθητές που τον χαιρετούσαν φασιστικά ήταν "εν χρω κεκαρμένοι". Το κούρεμα αυτό στα σχολεία συχνά αναφέρεται και ως "κούρεμα στον άσο", κάτι που παραπέμπει και στο αγγλικό "zero haircut". (Κούρεμα με την ψιλή στη Βικιπαίδεια )
- (στρατιωτικός όρος) (παρωχημένο) νεοσύλλεκτος
- ↪ Το πιο γνωστό από τα έργα του Νίκου Κάσδαγλη είναι οι Κεκαρμένοι, το οποίο έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεκαρμένος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκαρμένος
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)