κελαινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κελαινός κελαινή τὸ κελαινόν
      γενική τοῦ κελαινοῦ τῆς κελαινῆς τοῦ κελαινοῦ
      δοτική τῷ κελαιν τῇ κελαιν τῷ κελαιν
    αιτιατική τὸν κελαινόν τὴν κελαινήν τὸ κελαινόν
     κλητική ! κελαινέ κελαινή κελαινόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κελαινοί αἱ κελαιναί τὰ κελαινᾰ́
      γενική τῶν κελαινῶν τῶν κελαινῶν τῶν κελαινῶν
      δοτική τοῖς κελαινοῖς ταῖς κελαιναῖς τοῖς κελαινοῖς
    αιτιατική τοὺς κελαινούς τὰς κελαινᾱ́ς τὰ κελαινᾰ́
     κλητική ! κελαινοί κελαιναί κελαινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κελαινώ τὼ κελαινᾱ́ τὼ κελαινώ
      γεν-δοτ τοῖν κελαινοῖν τοῖν κελαιναῖν τοῖν κελαινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κελαινός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

κελαινός, -ή, -όν

  1. (χρώμα) σκοτεινός, μαύρος, μελαψός
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 310 (308-310)
    αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως | ἔστη γνὺξ ἐριπὼν καὶ ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ | γαίης· ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψε.
    πέφτει ο ήρως | στα γόνατά του και στην γην με το παχύ του χέρι | στηρίχθη και τα μάτια του μαύρη σκεπάζει νύκτα.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 117 (117-118)
    ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, | ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης.
    τες πτέρνες και τον τράχηλον το μαύρο δέρμα εκτύπα, | και γύρω την ομφαλωτήν εκύκλωνεν ασπίδα.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 428 (426-428)
    οἰμωγὴ δ᾽ ὁμοῦ | κωκύμασιν κατεῖχε πελαγίαν ἅλα, | ἕως κελαινῆς νυκτὸς ὄμμ᾽ ἀφείλετο.
    Σαν παύσουν να φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες | τη γη, κι απλώσει το σκοτάδι στον αιθέρα, | σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια,
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 808 (807-809)
    τηλουρὸν δὲ γῆν | ἥξεις, κελαινὸν φῦλον, οἳ πρὸς ἡλίου | ναίουσι πηγαῖς, ἔνθα ποταμὸς Αἰθίοψ.
    και θενα φτάσεις | σε χώρα αλαργινή μαύρων ανθρώπων πέρα κατά του Ήλιου | τις πηγές, που τους ποτίζει ο Αιθίοπας ποταμός·
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  2. (για πράγματα που δεν φωτίζει ο ήλιος) σκοτεινός, ζοφερός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 433 (431-433)
    βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων | ξυμπίτνων, στένει βυθός, | κελαινὸς [δ᾽] Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς,
    Και συμπονώντας ο πόντος βογγά, | στενάζει ο βυθός | κρυφανταριάζουν βαθιά τα μαύρα της γης καταχθόνια
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1050 (1050-1052)
    εἴς τε κελαινὸν | Τάρταρον ἄρδην ῥίψειε δέμας | τοὐμὸν ἀνάγκης στερραῖς δίναις·
    κι αυτό το κορμί | μες στα μαύρα τα τάρταρ᾽ ας ρίξει βαθιά | στης ανάγκης τ᾽ αφεύγατο ρέμα συρτό·
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  3. (μεταφορικά) (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς
  4. (για λόγχη) μαύρη από το αίμα, αιματοβαμμένη
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 231 (229-232)
    θανεῖται, παραπλάκτῳ | χερὶ συγκατακτὰς | κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ | βοτῆρας ἱππονώμας.
    θα πέσει νεκρός, | αφού μ᾽ ακυβέρνητο χέρι και μαύρο σπαθί αδιάκριτα έσφαξε | τις βοσκές και τους φύλακες
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

ονόματα:

Πηγές[επεξεργασία]