κερδοφορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κερδοφορία θηλυκό
- (οικονομία): η απόδοση, η ύπαρξη κέρδους σε οικονομική δραστηριότητα
- (κατ’ επέκταση) το να έχει μεγάλα κέρδη μια επιχείρηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κερδοφορία