κηδεμονευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κηδεμονευμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κηδεμονεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κηδεμονευμένος
|
κηδεμονευμένος
|