κινησούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κινησούλα | οι | κινησούλες |
γενική | της | κινησούλας | — | |
αιτιατική | την | κινησούλα | τις | κινησούλες |
κλητική | κινησούλα | κινησούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινησούλα < κίνηση + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινησούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του κίνηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κινησούλα
|