κινητισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κινητισμός οι κινητισμοί
      γενική του κινητισμού των κινητισμών
    αιτιατική τον κινητισμό τους κινητισμούς
     κλητική κινητισμέ κινητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κινητισμός < κινητ(ός) + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική mobilisme

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ci.ni.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐νη‐τι‐σμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κινητισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) θεωρία που ισχυρίζεται ότι η κάθε ουσία στον κόσμο μεταβάλλεται, άρα οι σταθεροί νόμοι απορρήπτονται
  2. (γεωλογία) νόμος που εξηγεί την ανάδυση των οροσειρών με βάση τη κίνηση των τεκτονικών πλακών

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)