κινητογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κινηματογράφος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κινητογράφος οι κινητογράφοι
      γενική του κινητογράφου των κινητογράφων
    αιτιατική τον κινητογράφο τους κινητογράφους
     κλητική κινητογράφε κινητογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κινητογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική kinetograph < αρχαία ελληνική κινητός + γράφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κινητογράφος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Kinetograph στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]