κιρκαετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιρκαετός < νεολατινική Circaetus < αρχαία ελληνική κίρκος + ἀετός / αἰετός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kir.ka.e.ˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κιρ‐κα‐ε‐τός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιρκαετός αρσενικό
- (πτηνό) είδος αρπακτικού πτηνού (π.χ. Circaetus gallicus) της οικογένειας των ιερακιδών ή των αετιδών (Accipitridae)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Circaetus στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)