κιτρινόφαιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κιτρινόφαιος, -η, -ο
- άλλη μορφή του φαιοκίτρινος
κιτρινόφαιος (χρώμα): - Στον μακεδονικό τάφο της Καρίτσας, κοντά στο Δίον, το δάπεδο του μονοθαλάμου τάφου είναι στρωμένο με ψηφιδωτό από κιτρινόφαια βότσαλα. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιτρινόφαιος
|