κομπλάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομπλάρισμα < κομπλάρω + -μα < γαλλική combler < λατινική cumulare, απαρέμφατο ενεστώτα τού cumulo < cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομπλάρισμα ουδέτερο
- (προφορικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κομπλάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομπλάρισμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)