κονάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κονάκι τα κονάκια
      γενική του κονακιού των κονακιών
    αιτιατική το κονάκι τα κονάκια
     κλητική κονάκι κονάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονάκι < μεσαιωνική ελληνική κονάκι < τουρκική konak [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]