κοντυλένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοντυλένιος | η | κοντυλένια | το | κοντυλένιο |
γενική | του | κοντυλένιου | της | κοντυλένιας | του | κοντυλένιου |
αιτιατική | τον | κοντυλένιο | την | κοντυλένια | το | κοντυλένιο |
κλητική | κοντυλένιε | κοντυλένια | κοντυλένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοντυλένιοι | οι | κοντυλένιες | τα | κοντυλένια |
γενική | των | κοντυλένιων | των | κοντυλένιων | των | κοντυλένιων |
αιτιατική | τους | κοντυλένιους | τις | κοντυλένιες | τα | κοντυλένια |
κλητική | κοντυλένιοι | κοντυλένιες | κοντυλένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kon.diˈle.ɲos/
Επίθετο[επεξεργασία]
κοντυλένιος
- που είναι τόσο όμορφος και καλλίγραμμος, σαν να έχει ζωγραφιστεί με το κοντύλι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντυλένιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)