κοριτσόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοριτσόπουλο < κορίτσι + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοριτσόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του κορίτσι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοριτσόπουλο
|