κουλό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουλό τα κουλά
      γενική του κουλού των κουλών
    αιτιατική το κουλό τα κουλά
     κλητική κουλό κουλά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

κουλό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουλός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kuˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐λό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουλό ουδέτερο

  1. (υβριστικό) το χέρι
    Πάρε το κουλό σου απ' την τσέπη μου!
     συνώνυμα: ξερό
    εκφράσεις: μάζεψε τα κουλά σου!
  2. (σπανικότερα) το πόδι
    Μάζεψε το κουλό σου παρακεί να κάτσει και κάνας άλλος!
     συνώνυμα: ξερό
  3. (αργκό) κάτι που μας φαίνεται άτοπο ή περίεργο
    Άρχισε πάλι τα κουλά του...

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κουλό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του Γράψτε το κύριο λήμμα! Please write the main lemma!
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του Γράψτε το κύριο λήμμα! Please write the main lemma!