κουπαστή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουπαστή < μεσαιωνική ελληνική * εγκωπαστή < (ελληνιστική κοινή) ἔγκωπον < ἐν + κώπη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουπαστή θηλυκό
- το επάνω μέρος από τα τοιχώματα μιας βάρκας ή ενός πλοιαρίου, όπου υπάρχουν ειδικές υποδοχές για τα κουπιά
- το επάνω μέρος, συνήθως ξύλινο, από τα προστατευτικά κάγκελα ενός πλοίου
- Γιατί μπήγεις τὰ νύχια σου στὴ σάπια κουπαστή; (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)
- το επάνω μέρος, συνήθως ξύλινο, από τα προστατευτικά κάγκελα σκάλας, εξώστη κ.λπ.