κουπαστή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουπαστή οι κουπαστές
      γενική της κουπαστής των κουπαστών
    αιτιατική την κουπαστή τις κουπαστές
     κλητική κουπαστή κουπαστές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουπαστή < μεσαιωνική ελληνική * εγκωπαστή < (ελληνιστική κοινή) ἔγκωπον < ἐν + κώπη
η ξύλινη κουπαστή ενός σκάφους
η ξύλινη κουπαστή μιας σκάλας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουπαστή θηλυκό

  1. το επάνω μέρος από τα τοιχώματα μιας βάρκας ή ενός πλοιαρίου, όπου υπάρχουν ειδικές υποδοχές για τα κουπιά
  2. το επάνω μέρος, συνήθως ξύλινο, από τα προστατευτικά κάγκελα ενός πλοίου
    Γιατί μπήγεις τὰ νύχια σου στὴ σάπια κουπαστή; (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)
  3. το επάνω μέρος, συνήθως ξύλινο, από τα προστατευτικά κάγκελα σκάλας, εξώστη κ.λπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]