κουραδόμαγκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κουραδόμαγκας | οι | κουραδόμαγκες |
γενική | του | κουραδόμαγκα | των | κουραδόμαγκων |
αιτιατική | τον | κουραδόμαγκα | τους | κουραδόμαγκες |
κλητική | κουραδόμαγκα | κουραδόμαγκες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουραδόμαγκας αρσενικό
- (υβριστικό) ο ψευτόμαγκας, ο θρασύδειλος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουραδόμαγκας
|