κουρκουμπίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρκουμπίνι | τα | κουρκουμπίνια |
γενική | του | κουρκουμπινιού | των | κουρκουμπινιών |
αιτιατική | το | κουρκουμπίνι | τα | κουρκουμπίνια |
κλητική | κουρκουμπίνι | κουρκουμπίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουρκουμπίνι < ιταλική cucurbita < λατινική cucurbita (νεροκολόκυθο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουρκουμπίνι ουδέτερο
- (γλυκό) μικρό σιροπιαστό γλυκό με σχήμα κυλινδρικό, φτιαγμένο από φύλλο κρούστας και αρωματισμένο σιρόπι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουρκουμπίνι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)