κρεατίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεατίνη οι κρεατίνες
      γενική της κρεατίνης των κρεατινών
    αιτιατική την κρεατίνη τις κρεατίνες
     κλητική κρεατίνη κρεατίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεατίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική créatine (< κρέας) ονομασία που δόθηκε από τον Γάλλο χημικό Michel Eugène Chevreul που την ανακάλυψε το 1832

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεατίνη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]