κρητολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρητολογικός < κρητολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κρητολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την κρητολογία / με την Κρήτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρητολογικός
|